- βαθμιδωτός
- η , ό[ν] ступенчатый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαθμιδωτός — ή, ό [βαθμίδα] αυτός που έχει βαθμίδες, ο κλιμακωτός … Dictionary of Greek
βαθμιδωτός — ή, ό αυτός που είναι χωρισμένος σε σκαλοπάτια, βαθμίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβαθμίδωτος — η, ο [βαθμιδωτός] ο χωρίς βαθμίδες, ακλιμάκωτος … Dictionary of Greek